αλλαξοφεγγιά

αλλαξοφεγγιά
η круги перед глазами, искры из глаз (от сильного удара и т. п.);
изумление, крайнее удивление;

ύταν τ·άκουσα μού·ρθε αλλαξοφεγγιά — у меня в глазах потемнело, когда я услышал это


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλλαξοφεγγιά" в других словарях:

  • αλλαξοφεγγιά — η 1. αλλαγή στην αίσθηση τού φωτός ή τού χρώματος, θόλωση τής οράσεως από ασθένεια ή χτύπημα στο κεφάλι 2. κατάπληξη από ψυχικό κλονισμό ή απροσδόκητη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φέγγος] …   Dictionary of Greek

  • αλλαξο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα αλλάζω*. Το αλλαξο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως την έννοια τής «αλλαγής, μεταβολής, αντικατάστασης,… …   Dictionary of Greek

  • αλλαξο- — πρώτο συνθετικό πολλών σύνθετων με το οποίο δείχνεται αλλαγή, μεταβολή, ανταλλαγή κτλ. του σημαινόμενου από το δεύτερο συνθετικό: αλλαξογλωσσιά, η (αλλαγή της γλώσσας), αλλαξοθρησκία, η (αλλαγή θρησκείας, αλλαξοπιστία), αλλαξοκαιριά, η (αλλαγή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»