αλλαξοφεγγιά — η 1. αλλαγή στην αίσθηση τού φωτός ή τού χρώματος, θόλωση τής οράσεως από ασθένεια ή χτύπημα στο κεφάλι 2. κατάπληξη από ψυχικό κλονισμό ή απροσδόκητη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φέγγος] … Dictionary of Greek
αλλαξο- — Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τής Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που συνδέεται ετυμολογικά με το ρήμα αλλάζω*. Το αλλαξο ως α συνθετικό δηλώνει συνήθως την έννοια τής «αλλαγής, μεταβολής, αντικατάστασης,… … Dictionary of Greek
αλλαξο- — πρώτο συνθετικό πολλών σύνθετων με το οποίο δείχνεται αλλαγή, μεταβολή, ανταλλαγή κτλ. του σημαινόμενου από το δεύτερο συνθετικό: αλλαξογλωσσιά, η (αλλαγή της γλώσσας), αλλαξοθρησκία, η (αλλαγή θρησκείας, αλλαξοπιστία), αλλαξοκαιριά, η (αλλαγή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)